-
1 πλαξ
πλᾰκός ἥ1) плоскость, равнина(ἠπείρου π. Aesch.)
πλάκες ὀρέων Eur. — нагорья;πόντου π. Pind. — поверхность моря;αἰθερία π. Eur. — воздушные пространства;νεκρῶν π. Soph. и πλάκες Aesch. — равнина мертвецов, т.е. подземное царство2) плита(λίθων πλάκες Luc.; ὑπὸ πλακὴ τετάφθαι Anth.)
3) верхняя площадкаπυργώδης π. Soph. — вершина башни;
π. Σουνίου Soph. — вершина Сунийского мыса4) анат. (гладкая) пластинка, щиток Arst.5) лепешка(κοπτῆς πλάκες Anth.)
6) скрижальαἱ πλάκες τῆς διαθήκης NT. — скрижали завета -
2 πλάξ
A anything flat and broad, esp. flat land, plain,πᾶσαν ἠπείρου πλάκα A.Pers. 718
; Φλεγραίαν π. Id.Eu. 295; νυχίαν π., of Psyttaleia (fort. μυχίαν), Id.Pers. 953 (lyr.);πλακὸς ὑλίας Berl.Sitzb.1927.7
([dialect] Locr., v B.C.);νεκύων πλάκα S.OC 1564
(lyr.); νεκρῶν πλάκες ib. 1577 (lyr.); also of sea and sky, πόντου πλάξ the ocean- plain, Pi.P.1.24 ; ; ποντία, πελαγία π., E.Fr.578.4, Ar.Ra. 1438;κατ' Αἰγαίην πόντου πλάκα BMus.Inscr.1012
(Chalcedon, i B.C./i A.D.);αἰθερία πλάξ E. El. 1349
(anap.); flat top of a hill, table-land, Σουνίου, Οἴτης π., S.Aj. 1220, Ph. 1430; ; ἀπ' ἄκρας πυργώδους πλακός from the flat top of the towering hill, S.Tr. 273;τὰς π. τοῦ ὄρους Ant.Lib.4.1
.2 flat stone, tablet,ἐργώνας τᾶν πλακῶν τᾶς τομᾶς εἰς τὸν ὀχετόν IG42(1).109
iii 154 (Epid., iii B.C.);π. ἐπιγεγραμμέναι OGI672.12
(Egypt, i A.D.), cf. Luc.Somn.3, etc.; of the Tables of the Jewish Law, αἱ π. τοῦ μαρτυρίου, τῆς διαθήκης, LXXEx. 31.18, Ep.Hebr.9.4;λίθων πλαξὶ λείαις Luc.Am.12
;οὐκ ἐν πλαξὶν λιθίναις ἀλλ' ἐν π. καρδίας 2 Ep.Cor.3.3
; tombstone, AP7.324, cf. IG 12(5).329 (pl., Paros): pl., slabs of marble, Chor.p.89 B., cf. eund. in Rev.Phil.1877.79; ὥσπερ μαρμάρου π., of ice, Jul.Mis. 341b.b πλάκες χρυσίου gold plates, Str.4.2.1;σαπφείροιο D.P.1105
; ἡ ἐντὸς π. τῶν κογχυλίων the inner surface.., Thphr.Sens.73.c ἡ π. τοῦ βαλανίου τούτου prob. part of the furnace, PMag.Osl.1.340. d. pl., flakes of ἀρσενικὸν τὸ πλακῶδες, Dsc.5.104.4 κοπτῆς πλάκες,πλακοῦντες, AP12.212 (Strat.). (Cf. Lett. plakt 'become flat'.)
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
μεγαλιθικά μνημεία — Κατηγορία μνημείων που εμφανίζονται σε παγκόσμια κλίμακα, εκτείνονται χρονικά σε διάφορες εποχές και χαρακτηρίζονται από τη χρήση λίθων μεγάλου μεγέθους. Τα κύρια σημεία εμφάνισής τους είναι η δυτική Ευρώπη, η Ασία και τα νησιά του Ειρηνικού. Σε… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λεβέντειο Δημοτικό Λευκωσίας (Κύπρου) — Στεγάζεται σε ένα μεγάλο αρχοντικό που χτίστηκε το 1892 (Ιπποκράτους 17, Λαϊκή Γειτονιά Λευκωσίας). Αγοράστηκε το 1983 από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, για να μετατραπεί σε ιστορικό μουσείο. Το ίδρυμα ανέλαβε τα έξοδα συντήρησής του, ενώ ο δήμος… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… … Dictionary of Greek